bark
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bark | barks |
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bark |
γ΄ ενικό ενεστώτα | barks |
αόριστος | barked |
παθητική μετοχή | barked |
ενεργητική μετοχή | barking |
bark (en)
- (αμετάβατο) γαβγίζω
- ⮡ All dogs bark at strangers.
- Όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν τους ξένους.
- ⮡ The little dog kept barking.
- Το σκυλάκι συνέχισε να γαβγίζει.
- ⮡ All dogs bark at strangers.
- (μεταβατικό) γαβγίζω, ξεστομίζω απότομα ή επιθετικά
- ⮡ What’s the boss barking about again?
- Τι γαβγίζει τ' αφεντικό πάλι;
- ⮡ What’s the boss barking about again?
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bark (pl) αρσενικό