bark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bark (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
bark (en)
- γαβγίζω
- ξεστομίζω απότομα ή επιθετικά
- αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bark (pl) αρσενικό