γάβγισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γάβγισμα < γαβγίζω < γαβ < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γάβγισμα ουδέτερο
- (φωνή ζώου) η κραυγή του σκύλου
- (μεταφορικά) αυταρχική και ενοχλητική φωνή, λόγος