barking
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το γάβγισμα
- ⮡ The dog’s barking didn’t let me sleep.
- Το γάβγισμα του σκύλου δεν μ' άφησε να κοιμηθώ.
- ⮡ The dog’s barking didn’t let me sleep.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]barking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bark