Μετάβαση στο περιεχόμενο

barking

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barking (en) (μη μετρήσιμο)

  • το γάβγισμα
      The dog’s barking didn’t let me sleep.
    Το γάβγισμα του σκύλου δεν μ' άφησε να κοιμηθώ.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

barking (en)