φλούδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλούδα οι φλούδες
      γενική της φλούδας των φλουδών
    αιτιατική τη φλούδα τις φλούδες
     κλητική φλούδα φλούδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλούδα < μεσαιωνική ελληνική φλούδα < φλούδι + < φλούδιον < (ελληνιστική κοινήφλοῦς < αρχαία ελληνική φλοιός < φλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλούδα θηλυκό

  1. το εξωτερικό προστατευτικό περίβλημα ενός καρπού, φρούτου ή λαχανικού
  2. ξυλώδες κομμάτι του φλοιού που έχει αποκολληθεί από τον κορμό ενός δέντρου
  3. πολύ λεπτό κομμάτι που έχει αποκολληθεί (ξεφλουδίσει) από μια επιφάνεια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]