φλούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλούδα | οι | φλούδες |
γενική | της | φλούδας | των | φλουδών |
αιτιατική | τη | φλούδα | τις | φλούδες |
κλητική | φλούδα | φλούδες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλούδα < μεσαιωνική ελληνική φλούδα < φλούδι + -α < φλούδιον < ελληνιστική κοινή φλοῦς < αρχαία ελληνική φλοιός < φλέω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλούδα θηλυκό
- το εξωτερικό προστατευτικό περίβλημα ενός καρπού, φρούτου ή λαχανικού
- ξυλώδες κομμάτι του φλοιού που έχει αποκολληθεί από τον κορμό ενός δέντρου
- πολύ λεπτό κομμάτι που έχει αποκολληθεί (ξεφλουδίσει) από μια επιφάνεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αγγουρόφλουδα
- καρπουζόφλουδα
- καρυδόφλουδα
- λεμονόφλουδα
- μανταρινόφλουδα
- μπανανόφλουδα
- πατατόφλουδα
- πεπονόφλουδα
- πορτοκαλόφλουδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλούδα