pel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
pel (en) συντομογραφία
- (σπάνιο) συντομογραφία των picture element, pixel
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- PEL (σπάνιο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pel θηλυκό
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | pieus | pel |
cas régime | pel | pieus |
pel αρσενικό
- το παλούκι
Οξιτανικά (oc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pel (oc) αρσενικό
- η τρίχα