closer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

closer (en)

Κλιτικός τύπος επιρρήματος

[επεξεργασία]

closer (en)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
closer < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική closere. Συγχρονικά αναλύεται σε clos(e) + -er συγκριτικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

closer (en)