Μετάβαση στο περιεχόμενο

narrow

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός narrow
συγκριτικός narrower
υπερθετικός narrowest

narrow (en)

  1. στενός, με μικρό πλάτος
      The narrow bed is not comfortable at all.
    Το στενό κρεβάτι δεν είναι καθόλου άνετος.
      The battle of Thermopylae became a legend going beyond its narrow historical context. (μεταφορικά)
    Η μάχη των Θερμοπυλών ξεφεύγοντας από τα στενά ιστορικά πλαίσια έγινε θρύλος.
  2. στενός, που είναι περιορισμένος με τρόπο που αγνοεί σημαντικά θέματα ή τις απόψεις άλλων ανθρώπων
      a man with a narrow mind - άνθρωπος με στενό μυαλό
ενεστώτας narrow
γ΄ ενικό ενεστώτα narrows
αόριστος narrowed
παθητική μετοχή narrowed
ενεργητική μετοχή narrowing

narrow (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  1. στενεύω, κάνω κάτι πιο στενό ή γίνομαι πιο στενό
      The river narrows further down.
    Το ποτάμι στενεύει παρακάτω.
      They’re narrowing the sidewalk to widen the road.
    Στενεύουν το πεζοδρόμιο για να φαρδύνουν το δρόμο.
  2. στενεύω, περιορίζω κάτι σε πεδίο ή έκταση ή γίνομαι πιο περιορισμένο
      The range of suspects has been narrowed to 4-5 people.
    Ο κύκλος των υπόπτων στένεψε σε 4-5 ανθρώπους.
      Our options are narrowing.
    Στενεύουν οι επιλογές μας.
      We need to do something to narrow our losses.
    Κάτι πρέπει να κάνουμε για να περιορίσουμε τις ζημίες μας.
     συνώνυμα: narrow down