narrow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | narrow |
συγκριτικός | narrower |
υπερθετικός | narrowest |
narrow (en)
- στενός, με μικρό πλάτος
- ⮡ The narrow bed is not comfortable at all.
- Το στενό κρεβάτι δεν είναι καθόλου άνετος.
- ⮡ The battle of Thermopylae became a legend going beyond its narrow historical context. (μεταφορικά)
- Η μάχη των Θερμοπυλών ξεφεύγοντας από τα στενά ιστορικά πλαίσια έγινε θρύλος.
- ⮡ The narrow bed is not comfortable at all.
- στενός, που είναι περιορισμένος με τρόπο που αγνοεί σημαντικά θέματα ή τις απόψεις άλλων ανθρώπων
- ⮡ a man with a narrow mind - άνθρωπος με στενό μυαλό
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | narrow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | narrows |
αόριστος | narrowed |
παθητική μετοχή | narrowed |
ενεργητική μετοχή | narrowing |
narrow (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- στενεύω, κάνω κάτι πιο στενό ή γίνομαι πιο στενό
- ⮡ The river narrows further down.
- Το ποτάμι στενεύει παρακάτω.
- ⮡ They’re narrowing the sidewalk to widen the road.
- Στενεύουν το πεζοδρόμιο για να φαρδύνουν το δρόμο.
- ⮡ The river narrows further down.
- στενεύω, περιορίζω κάτι σε πεδίο ή έκταση ή γίνομαι πιο περιορισμένο
- ⮡ The range of suspects has been narrowed to 4-5 people.
- Ο κύκλος των υπόπτων στένεψε σε 4-5 ανθρώπους.
- ⮡ Our options are narrowing.
- Στενεύουν οι επιλογές μας.
- ⮡ We need to do something to narrow our losses.
- Κάτι πρέπει να κάνουμε για να περιορίσουμε τις ζημίες μας.
- ≈ συνώνυμα: narrow down
- ⮡ The range of suspects has been narrowed to 4-5 people.