narrow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
narrow (en)
- στενός, με μικρό πλάτος
- narrow streets
- narrow horizons
Ρήμα[επεξεργασία]
narrow (en)