οικείωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικείωση οι οικειώσεις
      γενική της οικείωσης* των οικειώσεων
    αιτιατική την οικείωση τις οικειώσεις
     κλητική οικείωση οικειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικείωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκείω(σις) («οικειοποίηση») + -ση[1] < οἰκειόω / οἰκειῶ < οἰκεῖος < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈci.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κεί‐ω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικείωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις οικειώνομαι, οικείος και οίκος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]