coo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coo < oνοματοποιητή λέξη.
Επίθετο[επεξεργασία]
coo (en)
- (αργκό) Ανεπίσημη παραλλαγή του cool.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coo (en)
- Το γουργούρισμα (συνήθως αυτό του περιστεριού).
Ρήμα[επεξεργασία]
coo (en)
- Γουργουρίζω (συνήθως όπως το περιστέρι).
- Μιλώ στοργικά, ερωτικά ή επαινετικά.