coo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku/
ομόηχο: coup

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

coo (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coo coos

coo (en)

ενεστώτας coo
γ΄ ενικό ενεστώτα coos
αόριστος cooed
παθητική μετοχή cooed
ενεργητική μετοχή cooing

coo (en)

  1. (αμετάβατο) γουργουρίζω, συνήθως όπως το περιστέρι
    ⮡  They cooed like pigeons.
    Γουργούριζαν σαν περιστέρια.
  2. μιλώ στοργικά, ερωτικά ή επαινετικά