cou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cou (fr)
- (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- cou - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- cou - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé