κοστίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοστίζω < κόστος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοστίζω

  1. έχω ένα ορισμένο κόστος
    αυτό το ψωμί κοστίζει δυο ευρώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]