κότσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κώτσος, κόστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κότσος οι κότσοι
      γενική του κότσου των κότσων
    αιτιατική τον κότσο τους κότσους
     κλητική κότσε κότσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κότσος < πιθανόν από αμάρτυρο τύπο *κοττ- της ελληνιστικής κοινής. Δείτε τα αρχαία προκόττα (τσουλούφι), κοττός (κόκορας). Η τροπή [t] > [ts] πιθανόν από επίδραση της λέξης κοτσίδα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.t͡sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐τσος
ομόηχο: Κώτσος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κότσος αρσενικό

  • (κομμωτική) χτένισμα των μαλλιών που μαζεύονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού και συστρέφονται σε διάφορα σχήματα
     πιάνει κότσο τα μαλλιά της, όποτε δουλεύει, για να μην την ενοχλούν

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • πιάσε κότσο τα μαλλιά σου, να φανεί η αρχοντιά σου

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]