chignon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chignon (fr) αρσενικό
- ο κότσος
- Se faire un chignon. Κάνω έναν κότσο.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Se crêper le chignon. Παλεύω, μαλλιοτραβιέμαι (για γυναίκες).
- Un crêpage de chignon. Μαλλιοτράβηγμα.