chignon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃi.ɲɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chignon (fr) αρσενικό

Se faire un chignon. Κάνω έναν κότσο.

Εκφράσεις[επεξεργασία]