Μετάβαση στο περιεχόμενο

bun

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bun buns

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bun (en) (μετρήσιμο)

  1. (τρόφιμο) στρογγυλό ψωμάκι
  2. (κομμωτική) ο κότσος στα μαλλιά
      I wear my hair in a bun.
    Κάνω τα μαλλιά κότσο.



Μεταγραφή

[επεξεργασία]

bun (rōmaji) 



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bun/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bun (ro) ουδέτερο

Επίθετο

[επεξεργασία]

bun (ro)