μεταφορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταφορικός < αρχαία ελληνική μεταφορικός < μεταφέρω < μετά + φέρω
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταφορικός
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με μεταφορά (πραγμάτων ή ανθρώπων από ένα μέρος σε άλλο) ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (γραμματική) που έχει σχέση με μεταφορά ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) μεταφορικά
- (ουσιαστικοποιημένο) μεταφορική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεταφορικά
- → δείτε τις λέξεις μεταφέρω, μετά και φέρω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμματική