métaphorique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ta.fɔ.ʁik/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
métaphorique métaphoriques

métaphorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό