transport
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | transport |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | transports |
αόριστος | transported |
παθητική μετοχή | transported |
ενεργητική μετοχή | transporting |
transport (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transport | transports |
transport (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (δίκτυο υπολογιστών) Real-time Transport Protocol (RTP)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transport (fr) αρσενικό
- η μεταφορά, η συγκοινωνία, η διακίνηση, η κουβάλημα