carry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | carry |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | carries |
| αόριστος | carried |
| παθητική μετοχή | carried |
| ενεργητική μετοχή | carrying |
Ρήμα
[επεξεργασία]carry (en)
- (μεταβατικό) φέρνω, κουβαλάω, βαστώ, μεταφέρω, κρατώ το βάρος κάποιου ή κάτι και το μεταφέρω από μέρος σε μέρος· μεταφέρω κάποιον ή κάτι από ένα μέρος σε άλλο
I’m carrying the baby in my arms.
- Φέρω το μωρό στην αγκαλιά μου.
I managed to carry three full glasses without spilling a drop.
- Κατάφερα να κουβαλήσω τρία γεμάτα ποτήρια χωρίς να χύσω ούτε σταγόνα.
He ran as fast as his legs could carry him.
- Έτρεξε όσο βαστούσαν τα πόδια του.
This plane can carry 250 people.
- Αυτό το αεροπλάνο μπορεί να μεταφέρει 250 ανθρώπους.
- (μεταβατικό) φέρνω, κουβαλάω, βαστώ, έχω κάτι μαζί μου και το παίρνω όπου κι αν πηγαίνω
He always carries an umbrella with him.
- Φέρνει/Κουβαλάει πάντα ομπρέλα μαζί του.
Are you carrying money with you?
- Βαστάς λεφτά μαζί σου;
- (μεταβατικό) μεταφέρω, περιέχω και διοχετεύω τη ροή νερού, ηλεκτρισμού κτλ.
This pipeline is carrying oil.
- Αυτός ο αγωγός μεταφέρει πετρέλαιο.
The veins carry blood to the heart.
- Οι φλέβες μεταφέρουν το αίμα στην καρδιά.
Canals were built to carry water from the river to the dam.
- Χτίστηκαν κανάλια για να μεταφέρουν νερό από τον ποταμό στο φράγμα.