Μετάβαση στο περιεχόμενο

carry

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας carry
γ΄ ενικό ενεστώτα carries
αόριστος carried
παθητική μετοχή carried
ενεργητική μετοχή carrying

carry (en)

  1. (μεταβατικό) φέρνω, κουβαλάω, βαστώ, μεταφέρω, κρατώ το βάρος κάποιου ή κάτι και το μεταφέρω από μέρος σε μέρος· μεταφέρω κάποιον ή κάτι από ένα μέρος σε άλλο
    παράδειγμα  I’m carrying the baby in my arms.
    Φέρω το μωρό στην αγκαλιά μου.
    παράδειγμα  I managed to carry three full glasses without spilling a drop.
    Κατάφερα να κουβαλήσω τρία γεμάτα ποτήρια χωρίς να χύσω ούτε σταγόνα.
    παράδειγμα  He ran as fast as his legs could carry him.
    Έτρεξε όσο βαστούσαν τα πόδια του.
    παράδειγμα  This plane can carry 250 people.
    Αυτό το αεροπλάνο μπορεί να μεταφέρει 250 ανθρώπους.
  2. (μεταβατικό) φέρνω, κουβαλάω, βαστώ, έχω κάτι μαζί μου και το παίρνω όπου κι αν πηγαίνω
    παράδειγμα  He always carries an umbrella with him.
    Φέρνει/Κουβαλάει πάντα ομπρέλα μαζί του.
    παράδειγμα  Are you carrying money with you?
    Βαστάς λεφτά μαζί σου;
  3. (μεταβατικό) μεταφέρω, περιέχω και διοχετεύω τη ροή νερού, ηλεκτρισμού κτλ.
    παράδειγμα  This pipeline is carrying oil.
    Αυτός ο αγωγός μεταφέρει πετρέλαιο.
    παράδειγμα  The veins carry blood to the heart.
    Οι φλέβες μεταφέρουν το αίμα στην καρδιά.
    παράδειγμα  Canals were built to carry water from the river to the dam.
    Χτίστηκαν κανάλια για να μεταφέρουν νερό από τον ποταμό στο φράγμα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]