συγκοινωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκοινωνία < μεσαιωνική ελληνική συγκοινωνία < αρχαία ελληνική συγκοινωνέω / συγκοινωνῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική communication)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκοινωνία θηλυκό
- η μεταφορά με ποικίλα οχήματα ατόμων ή πραγμάτων από ένα σημείο σε άλλο
- (κατ’ επέκταση) τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)