Μετάβαση στο περιεχόμενο

transportation

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
transportation < transport + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

transportation (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (ειδικά αμερικανική σημασία) η μεταφορά, το σύστημα που μεταφέρει αγαθά ή επιβάτες
      mass public transportation - μαζικά μέσα μεταφορών
      The municipality restructured its transportation network to reduce traffic congestion.
    Ο δήμος αναδιάρθρωσε το δίκτυο μεταφορών του για να μειώσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
     συνώνυμα: transport (συνήθως στα βρετανικά αγγλικά)
  2. (αμερικανική σημασία) η μεταφορά, μεταφορικό μέσο
      The city is providing free transportation to the stadium from downtown.
    Η πόλη παρέχει δωρεάν μεταφορά στο στάδιο από το κέντρο της πόλης.
     συνώνυμα: transport (στα βρετανικά αγγλικά)
  3. η μεταφορά, η επιχείρηση μετακίνησης αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο με τη χρήση φορτηγών, τρένων κτλ.
      a transportation company - εταιρεία μεταφορών
     συνώνυμα: transport (και στα βρετανικά αγγλικά ειδικά)
  4. η εκτόπιση (καταδίκων, εξορίστων)