transportation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]transportation (en) (μη μετρήσιμο)
- (ειδικά αμερικανική σημασία) η μεταφορά, το σύστημα που μεταφέρει αγαθά ή επιβάτες
- ⮡ mass public transportation - μαζικά μέσα μεταφορών
- ⮡ The municipality restructured its transportation network to reduce traffic congestion.
- Ο δήμος αναδιάρθρωσε το δίκτυο μεταφορών του για να μειώσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
- ≈ συνώνυμα: transport (συνήθως στα βρετανικά αγγλικά)
- (αμερικανική σημασία) η μεταφορά, μεταφορικό μέσο
- ⮡ The city is providing free transportation to the stadium from downtown.
- Η πόλη παρέχει δωρεάν μεταφορά στο στάδιο από το κέντρο της πόλης.
- ≈ συνώνυμα: transport (στα βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ The city is providing free transportation to the stadium from downtown.
- η μεταφορά, η επιχείρηση μετακίνησης αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο με τη χρήση φορτηγών, τρένων κτλ.
- ⮡ a transportation company - εταιρεία μεταφορών
- ≈ συνώνυμα: transport (και στα βρετανικά αγγλικά ειδικά)
- η εκτόπιση (καταδίκων, εξορίστων)