μεταφορέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μεταφορέας | οι | μεταφορείς |
γενική | του του/της |
μεταφορέα μεταφορέως |
των | μεταφορέων |
αιτιατική | τον/τη | μεταφορέα | τους/τις | μεταφορείς |
κλητική | μεταφορέα | μεταφορείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταφορέας < (καθαρεύουσα) μεταφορεύς < μεταφορά + -εύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταφορέας αρσενικό ή θηλυκό
- άνθρωπος, οργανισμός, υλικό ή πρόγραμμα που μεταφέρει οτιδήποτε
- (επάγγελμα) ο αχθοφόρος, ο κουβαλητής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταφορέας