διασκευάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκευάζω < ελληνιστική κοινή διασκευάζω < αρχαία ελληνική διασκευάζομαι < διά + σκευάζω < σκευή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arranger)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.skε.ˈva.zɔ/ και /ðʝa.skε.ˈva.zɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
διασκευάζω (παθητική φωνή: διασκευάζομαι)
- δίνω σε κάτι μια άλλη μορφή, ώστε να εξυπηρετήσει άλλες ανάγκες
- μια ομάδα φοιτητών ανέλαβε να διασκευάσει την πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας σε θεατρικό έργο
[επεξεργασία]
- αδιασκεύαστος
- διασκευασμένος
- διασκευαστής
- διασκευάστρια
- διασκευή
- → δείτε τις λέξεις διά, σκευάζω και σκεύος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασκευάζω | διασκεύαζα | θα διασκευάζω | να διασκευάζω | διασκευάζοντας | |
β' ενικ. | διασκευάζεις | διασκεύαζες | θα διασκευάζεις | να διασκευάζεις | διασκεύαζε | |
γ' ενικ. | διασκευάζει | διασκεύαζε | θα διασκευάζει | να διασκευάζει | ||
α' πληθ. | διασκευάζουμε | διασκευάζαμε | θα διασκευάζουμε | να διασκευάζουμε | ||
β' πληθ. | διασκευάζετε | διασκευάζατε | θα διασκευάζετε | να διασκευάζετε | διασκευάζετε | |
γ' πληθ. | διασκευάζουν(ε) | διασκεύαζαν διασκευάζαν(ε) |
θα διασκευάζουν(ε) | να διασκευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασκεύασα | θα διασκευάσω | να διασκευάσω | διασκευάσει | ||
β' ενικ. | διασκεύασες | θα διασκευάσεις | να διασκευάσεις | διασκεύασε | ||
γ' ενικ. | διασκεύασε | θα διασκευάσει | να διασκευάσει | |||
α' πληθ. | διασκευάσαμε | θα διασκευάσουμε | να διασκευάσουμε | |||
β' πληθ. | διασκευάσατε | θα διασκευάσετε | να διασκευάσετε | διασκευάστε | ||
γ' πληθ. | διασκεύασαν διασκευάσαν(ε) |
θα διασκευάσουν(ε) | να διασκευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασκευάσει | είχα διασκευάσει | θα έχω διασκευάσει | να έχω διασκευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασκευάσει | είχες διασκευάσει | θα έχεις διασκευάσει | να έχεις διασκευάσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασκευάσει | είχε διασκευάσει | θα έχει διασκευάσει | να έχει διασκευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασκευάσει | είχαμε διασκευάσει | θα έχουμε διασκευάσει | να έχουμε διασκευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασκευάσει | είχατε διασκευάσει | θα έχετε διασκευάσει | να έχετε διασκευάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασκευάσει | είχαν διασκευάσει | θα έχουν διασκευάσει | να έχουν διασκευάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκευάζω < αρχαία ελληνική διασκευάζομαι < διά + σκευάζω < σκευή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκευάζω
- (ελληνιστική κοινή) συγυρίζω
- (ελληνιστική κοινή) στολίζω
- (ελληνιστική κοινή) αναθεωρώ ή διορθώνω κάποιο κείμενο ή βιβλίο
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή