διασκευάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]διασκευάζομαι, π.αόρ.: διασκευάστηκα, μτχ.π.π.: διασκευασμένος, (ενεργ.: διασκευάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος διασκευάζω → δείτε και την κλίση