arrange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | arrange |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | arranges |
αόριστος | arranged |
παθητική μετοχή | arranged |
ενεργητική μετοχή | arranging |
Ρήμα[επεξεργασία]
arrange (en)