arrange

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας arrange
γ΄ ενικό ενεστώτα arranges
αόριστος arranged
παθητική μετοχή arranged
ενεργητική μετοχή arranging

Ρήμα[επεξεργασία]

arrange (en)

  1. (μεταβατικό) κανονίζω, οργανώνω, διοργανώνω, προετοιμάζω συστηματικά μια δραστηριότητα, ένα έργο
    I arrange a meeting - διοργανώνω/κανονίζω μια συγκέντρωση
    I arrange a demonstration - οργανώνω μια διαδήλωση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη organize
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ
    She arranged the flowers in a vase.
    Τακτοποίησε τα λουλούδια σε βάζα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tidy