arrangement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrangement | arrangements |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arrangement (en)
- (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η ετοιμασία, ένα σχέδιο που κάνω για να γίνει κάτι
- ↪ I made arrangements for the trip.
- Έκανα ετοιμασίες για το ταξίδι.
- ≈ συνώνυμα: preparation
- ↪ I made arrangements for the trip.
- η διάταξη
- η τακτοποίηση, η διευθέτηση
- (μουσική) διασκευή, προσαρμογή, ενορχήστρωση, επανενορχήστρωση
Πηγές
[επεξεργασία]- arrangement - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340. ISBN 9780194325684., λήμμα: ετοιμασία
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrangement | arrangements |
arrangement (fr) αρσενικό
- η διάταξη
- η τακτοποίηση, η διευθέτηση
- (μουσική) η διασκευή