arrangement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arrangement (en)
- η διάταξη
- η τακτοποίηση, η διευθέτηση
- (μουσική) διασκευή, προσαρμογή, ενορχήστρωση, επανενορχήστρωση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arrangement | arrangements |
arrangement (fr) αρσενικό
- η διάταξη
- η τακτοποίηση, η διευθέτηση
- (μουσική) η διασκευή