tidy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtaɪdi/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tidy
συγκριτικός tidier
υπερθετικός tidiest

tidy (en)

  1. τακτοποιημένος
  2. νοικοκυρεμένος
  3. φροντισμένος, περιποιημένος

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας tidy
γ΄ ενικό ενεστώτα tidies
αόριστος tidied
παθητική μετοχή tidied
ενεργητική μετοχή tidying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

tidy (en)

  1. τακτοποιώ, νοικοκυρεύω, βάζω σε τάξη αντικείμενα
    I tidy a room - Τακτοποιώ/νοικοκυρεύω ένα δωμάτιο
     συνώνυμα: tidy up, arrange, straighten, straighten out, straighten up, adjust, sort, sort out

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 589, 865. ISBN 9780194325684. , λήμμα: νοικοκυρεύω, τακτοποιώ