tidy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | tidy |
συγκριτικός | tidier |
υπερθετικός | tidiest |
tidy (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tidy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tidies |
αόριστος | tidied |
παθητική μετοχή | tidied |
ενεργητική μετοχή | tidying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
tidy (en)
- τακτοποιώ, νοικοκυρεύω, βάζω σε τάξη αντικείμενα
- ↪ I tidy a room - Τακτοποιώ/νοικοκυρεύω ένα δωμάτιο
- ≈ συνώνυμα: tidy up, arrange, straighten, straighten out, straighten up, adjust, sort, sort out
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 589, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: νοικοκυρεύω, τακτοποιώ