νοικοκυρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοικοκυρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοικοκυρεύομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ni.ko.ci.ɾeˈme.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ni.ko.ci.ɾeˈme.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ni.ko.ci.ɾeˈme.no/ ουδέτερο
Μετοχή[επεξεργασία]
νοικοκυρεμένος, -η, -ο
- που έχει συγυριστεί και τακτοποιηθεί
- που έχει τάξη και οργάνωση
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοικοκυρεμένος
|