Μετάβαση στο περιεχόμενο

straighten up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας straighten up
γ΄ ενικό ενεστώτα straightens up
αόριστος straightened up
παθητική μετοχή straightened up
ενεργητική μετοχή straightening up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
straighten up <  δείτε τις λέξεις straighten και up

straighten up (en)

  • τακτοποιώ, βάζω σε τάξη αντικείμενα
      I am straightening up my room/desk.
    Τακτοποιώ το δωμάτιο/το γραφείο μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη tidy