straighten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας straighten
γ΄ ενικό ενεστώτα straightens
αόριστος straightened
παθητική μετοχή straightened
ενεργητική μετοχή straightening

Ρήμα[επεξεργασία]

straighten (en)

  1. ισιώνω
    I straighten an iron rod - ισιώνω μια σιδερένια ράβδο.
     συνώνυμα: straighten out, level
  2. τακτοποιώ
    I straighten my affairs - τακτοποιώ τις υποθέσεις μου
     συνώνυμα: straighten out, straighten up, → και δείτε τη λέξη tidy

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]