straighten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | straighten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | straightens |
αόριστος | straightened |
παθητική μετοχή | straightened |
ενεργητική μετοχή | straightening |
Ρήμα[επεξεργασία]
straighten (en)
- ισιώνω
- ↪ I straighten an iron rod - ισιώνω μια σιδερένια ράβδο.
- ≈ συνώνυμα: straighten out, level
- τακτοποιώ
- ↪ I straighten my affairs - τακτοποιώ τις υποθέσεις μου
- ≈ συνώνυμα: straighten out, straighten up, → και δείτε τη λέξη tidy