straighten out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | straighten out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | straightens out |
αόριστος | straightened out |
παθητική μετοχή | straightened out |
ενεργητική μετοχή | straightening out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- straighten out < → δείτε τις λέξεις straighten και out
Ρήμα[επεξεργασία]
straighten out (en)
- (μεταβατικό) (ιδιωματισμός) επιλύω, ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
- (μεταβατικό) κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, ενεργώ έτσι ώστε να γίνει κάτι σωστά ή να εξελιχθεί ομαλά, σύμφωνα με τις επιδιώξεις μου
- τακτοποιώ, βάζω σε τάξη αντικείμενα
Πηγές[επεξεργασία]
- straighten out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412, 604, 613, 774, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονίζω, ξεμπερδεύω, ξεχωρίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ