straighten out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας straighten out
γ΄ ενικό ενεστώτα straightens out
αόριστος straightened out
παθητική μετοχή straightened out
ενεργητική μετοχή straightening out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

straighten out < → δείτε τις λέξεις straighten και out

Ρήμα[επεξεργασία]

straighten out (en)

  1. (μεταβατικό) (ιδιωματισμός) επιλύω, ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
    I straighten out a problem.
    Επιλύω ένα πρόβλημα.
    Things will straighten themselves out.
    Θα ξεμπερδέψουν μόνα τους τα πράγματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη resolve
  2. (μεταβατικό) κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, ενεργώ έτσι ώστε να γίνει κάτι σωστά ή να εξελιχθεί ομαλά, σύμφωνα με τις επιδιώξεις μου
    We will get this straightened out right away.
    Αυτό θα το τακτοποιήσουμε αμέσως.
    Let them straighten it out themselves.
    Άσε τους να το κανονίσουν μόνοι τους.
    Do not worry, it will all straighten itself out.
    Μη στενοχωριέσαι, όλα θα ρυθμιστούν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with
  3. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη αντικείμενα
    I straighten out the furniture in my room.
    Τακτοποιώ τα έπιπλα στο δωμάτιο μου.
    I straighten out my tie.
    Τακτοποιώ την γραβάτα μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tidy

Πηγές[επεξεργασία]