organize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας organize
γ΄ ενικό ενεστώτα organizes
αόριστος organized
παθητική μετοχή organized
ενεργητική μετοχή organizing

Ρήμα[επεξεργασία]

organize (en) (ΗΠΑ) και organise (ΗΒ)

  1. (μεταβατικό) οργανώνω, συστηματοποιώ κάτι δίνοντάς του λογική συνοχή
    I organize my work - οργανώνω τη δουλειά μου
  2. (μεταβατικό) οργανώνω, διοργανώνω, προετοιμάζω συστηματικά μια δραστηριότητα, ένα έργο
    I organize a meeting - διοργανώνω μια συγκέντρωση
    I organize a demonstration - οργανώνω μια διαδήλωση
     συνώνυμα: set up, arrange

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 629. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διοργανώνω, οργανώνω