organize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | organize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | organizes |
αόριστος | organized |
παθητική μετοχή | organized |
ενεργητική μετοχή | organizing |
Ρήμα[επεξεργασία]
organize (en) (ΗΠΑ) και organise (ΗΒ)
- (μεταβατικό) οργανώνω, συστηματοποιώ κάτι δίνοντάς του λογική συνοχή
- ↪ I organize my work - οργανώνω τη δουλειά μου
- (μεταβατικό) οργανώνω, διοργανώνω, προετοιμάζω συστηματικά μια δραστηριότητα, ένα έργο
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 629. ISBN 9780194325684., λήμμα: διοργανώνω, οργανώνω