Μετάβαση στο περιεχόμενο

reorganize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας reorganize
γ΄ ενικό ενεστώτα reorganizes
αόριστος reorganized
παθητική μετοχή reorganized
ενεργητική μετοχή reorganizing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reorganize < re- + organize

reorganize (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αναδιοργανώνω, ανασυντάσσω, αλλάζω τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται ή γίνεται κάτι
      The national health system must be reorganized.
    Πρέπει να αναδιοργανωθεί το εθνικό σύστημα υγείας.
      Public services must be reorganized.
    Οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει ν' ανασυνταχτούν.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]