reorganise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | reorganise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reorganises |
αόριστος | reorganised |
παθητική μετοχή | reorganised |
ενεργητική μετοχή | reorganising |
Ρήμα
[επεξεργασία]reorganise (en)