reorganise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας reorganise
γ΄ ενικό ενεστώτα reorganises
αόριστος reorganised
παθητική μετοχή reorganised
ενεργητική μετοχή reorganising

reorganise (en)