ανασυντάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασυντάσσω < αρχαία ελληνική ἀνασυντάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανασυντάσσω (παθητικό: ανασυντάσσομαι)

  1. αναδιοργανώνω κάτι που είχε αποδιοργανωθεί (τις δυνάμεις μου, τις δυνάμεις στρατού)
  2. βελτιώνω κάτι συντακτικά και λεκτικά, το αναμορφώνω, το ξαναγράφω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]