Μετάβαση στο περιεχόμενο

rally

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rally rallies

rally (en)

  1. πολιτική συγκέντρωση, διαδήλωση ή πορεία
  2. ράλι, αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων
  3. ανάκαμψη τιμών (πχ στο χρηματιστήριο)
ενεστώτας rally
γ΄ ενικό ενεστώτα rallies
αόριστος rallied
παθητική μετοχή rallied
ενεργητική μετοχή rallying

rally (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ανασυντάσσω, συσπειρώνω, έρχομαι ή συγκεντρώνω ανθρώπους για να βοηθήσουμε ή να στηρίξουμε κάποιον ή κάτι
    παράδειγμα  The general rallied his men.
    Ο στρατηγός ανασύνταξε τους άνδρες του.
    παράδειγμα  They rallied to defend their common interests.
    Συσπειρώθηκαν για να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα.
  2. (αμετάβατο) συνέρχομαι, ανακάμπτω μετά από ασθένεια
    παράδειγμα  He quickly rallied after the shock.
    Συνήλθε γρήγορα από το σοκ.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη recover
  3. (αμετάβατο, οικονομία) αναζωογονώ, παίρνω τα πάνω μου, αυξάνεται σε αξία μετά την πτώση της αξίας, ειδικά για τιμές στο χρηματιστήριο
    παράδειγμα  The market/the economy rallied.
    H αγορά/η οικονομία αναζωογονήθηκε.
    παράδειγμα  The market/the economy is rallying.
    Η αγορά/η οικονομία πήρε τα πάνω της.