organise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | organise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | organises |
αόριστος | organised |
παθητική μετοχή | organised |
ενεργητική μετοχή | organising |
Ρήμα
[επεξεργασία]organise (en)