Μετάβαση στο περιεχόμενο

organization

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
organization organizations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
organization < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική organisation. Μορφολογικά αναλύεται σε organiz(e) + -ation

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌɔːr.ɡən.əˈzeɪ.ʃən/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: organization

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

organization (en) (αμερικανική γραφή)

  1. ο οργανισμός, η οργάνωση, ομάδα ανθρώπων που δημιουργούν μια επιχείρηση, σύλλογο κτλ. μαζί για να επιτύχουν έναν συγκεκριμένο στόχο
      the Organization for Economic Cooperation and Development - ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως
      She's the president of a large international organization.
    Είναι η πρόεδρος ενός μεγάλου διεθνούς οργανισμού.
      He works with local community organizations.
    Εργάζεται με τοπικές κοινοτικές οργανώσεις.
      They work at a charitable organization.
    Εργάζονται σε μια φιλανθρωπική οργάνωση.
  2. (μη μετρήσιμο) η οργάνωση, η διοργάνωση, η ενέργεια του να οργανώνω, του να προετοιμάζω για κάτι
      I leave most of the organization of these conferences to my assistant.
    Αφήνω το μεγαλύτερο μέρος της οργάνωσης αυτών των συνεδρίων στον βοηθό μου.
      A wedding on that scale takes a lot of organization.
    Ένας γάμος σε τέτοια κλίμακα απαιτεί πολλή οργάνωση.
      Greece undertook the organization of the 2004 Olympic Games.
    Η Ελλάδα ανέλαβε τη διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων του 2004.
     συνώνυμα: planning
  3. (μη μετρήσιμο) η οργάνωση, ο τρόπος με τον οποίο τα διάφορα μέρη ενός πράγματος είναι διατεταγμένα
      The report studies the organization of labor within the company.
    Η έκθεση μελετά την οργάνωση της εργασίας μέσα στην εταιρεία.
      These ideas are too simple for the more complex organization of modern societies.
    Αυτές οι ιδέες είναι πολύ απλές για την πιο σύνθετη οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών.
      The organization of your report makes no sense.
    Η οργάνωση της έκθεσής σου δεν έχει νόημα.
     συνώνυμα: structure
  4. (μη μετρήσιμο) η οργάνωση, η ιδιότητα του κάτι που είναι οργανωμένο με τακτοποιημένο, προσεκτικό και λογικό τρόπο
      He has no organization in his life/his work.
    Δεν έχει οργάνωση στη ζωή του/δουλειά του.
      The website would be more effective with better organization.
    Ο ιστότοπος θα ήταν πιο αποτελεσματικός με καλύτερη οργάνωση.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη organize

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • International Organization for Standardization (ISO)