slate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

slate < (άμεσο δάνειο) γαλλική éclat < παλαιά γαλλική esclate

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sleɪt/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

slate (en)

  1. (μη μετρήσιμο) σχιστόλιθος
  2. (μη μετρήσιμο) το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου
    slate (χρώμα):   
     συνώνυμα: slate grey, slate gray
  3. (μετρήσιμο) πλάκα για γράψιμο
  4. (μετρήσιμο) πλάκα από σχιστόλιθο
  5. (μετρήσιμο) λογαριασμός με χρήματα που οφείλονται
     συνώνυμα: account, bill
    Put it on my slate – I’ll pay you next week.
  6. (μετρήσιμο) κατάλογος υποψηφίων για μια εκλογή
    Roy Disney led the alternative slate of directors for the stockholder vote.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

slate (en)

  1. που έχει το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]


Ρήμα[επεξεργασία]

slate (en)

  1. (ΗΒ) κριτικάρω σκληρά
    The play was slated by the critics.
  2. (ΗΠΑ) προγραμματίζω
    The election was slated for November 2nd.
     συνώνυμα: schedule
  3. (ΗΠΑ) αναμένω
    The next version of our software is slated to be the best release ever.