slate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- slate < (άμεσο δάνειο) γαλλική éclat < παλαιά γαλλική esclate
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slate (en)
- (μη μετρήσιμο) σχιστόλιθος
- (μη μετρήσιμο) το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου
slate (χρώμα):
- (μετρήσιμο) πλάκα για γράψιμο
- (μετρήσιμο) πλάκα από σχιστόλιθο
- (μετρήσιμο) λογαριασμός με χρήματα που οφείλονται
- (μετρήσιμο) κατάλογος υποψηφίων για μια εκλογή
- Roy Disney led the alternative slate of directors for the stockholder vote.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
slate (en)
- που έχει το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
slate (en)