account

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

account < μέση αγγλική account < αγγλονορμανδική acunte < παλαιά γαλλική acont < aconter < λατινική computo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
account accounts

account (en)

  • ο λογαριασμός στην τράπεζα
    a bank account - τραπεζικός λογαριασμός
    a checking account - λογαριασμός όψεως
    a savings account - λογαριασμός ταμιευτηρίου
    a time deposit account - προθεσμιακός λογαριασμός
    a joint account - κοινός λογαριασμός
    an itemized account - αναλυτικός λογαριασμός
    an outstanding account - εκκρεμής λογαριασμός
    a contra account - λογαριασμός τάξεως
    a profit and loss account - λογαριασμός κερδών και ζημιών
    an account statement - κατάσταση λογαριασμού
    account reconciliation - συμφωνία λογαριασμών
    I open/close an account.
    Ανοίγω/κλείνω λογαριασμό.
    I credit/debit an account.
    Πιστώνω/χρεώνω λογαριασμό.
    I pay/settle an account.
    Πληρώνω/εξοφλώ λογαριασμό.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας account
γ΄ ενικό ενεστώτα accounts
αόριστος accounted
παθητική μετοχή accounted
ενεργητική μετοχή accounting

account (en)

  • (συνήθως παθητική φωνή, επίσημο) λογίζομαι, έχω την άποψη ότι κάποιος ή κάτι είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος
    I account myself happy to be here with you.
    Λογίζομαι ευτυχής που είμαι μαζί σας εδώ.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]