take account of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]take account of (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του take into account
- ⮡ I never took account of public opinion.
- Ποτέ δε λογάριασα την κοινή γνώμη.
- ⮡ I never took account of public opinion.