προγραμματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προγραμματίζω < (πρόγραμμα) προγραμματ- + -ίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική programmer ή την αγγλική program [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.ɣɾa.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐γραμ‐μα‐τί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

προγραμματίζω, αόρ.: προγραμμάτισα, παθ.φωνή: προγραμματίζομαι, π.αόρ.: προγραμματίστηκα, μτχ.π.π.: προγραμματισμένος

  1. σχεδιάζω τις ενέργειες που πρόκειται να κάνω
     συνώνυμα: καταστρώνω σχέδιο
  2. (για αυτόματες συσκευές, μηχανές) βάζω σε λειτουργία ένα πρόγραμμα
    1. (πληροφορική) συγγράφω τον κώδικα προγράμματος
    2. βάζω στη μνήμη μιας συσκευής μία επιλογή προγράμματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]