éclat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- éclat < esclat < éclater
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
éclat | éclats |
éclat (fr) αρσενικό
- το κομμάτι σπασμένου αντικειμένου, το θραύσμα
- η βροντή
- (μεταφορικά) ο θόρυβος
- η λάμψη
- (μεταφορικά) η λαμπρότητα
- η αίγλη
- o θάμβος