Μετάβαση στο περιεχόμενο

éclaté

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
éclaté < éclater

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.kla.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éclaté éclatés

éclaté (fr) αρσενικό

  • γραφική απεικόνιση ενός αντικειμένου που δείχνει ξεχωριστά τα διάφορα εξαρτήματά του

Συγγενικά

[επεξεργασία]