γραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραφικός
- που σχετίζεται με τη γραφή < (λόγιο) αρχαία ελληνική γραφικός (του γραψίματος) και γαλλική graphique
- που είναι χαριτωμένος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή γραφικός (περιγραφικός, ζωηρός) καισημασιολογικό δάνειο από την ιταλική pittoresco ή τη γαλλική pitoresque [1]
- Συγχρονικά αναλύεται σε γράφ(ω) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣɾa.fiˈkɔs/
- συλλαβισμός : γρα‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
γραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη γραφή
- αγόρασα τετράδια και γραφική ύλη
- σχετικός με το σχέδιο
- γραφικές τέχνες (και δημωδώς γραφιστικές)
- γοητευτικός, χαριτωμένος
- περίεργος, παράξενος, εκκεντρικός, συνήθως με αρνητική έννοια και ενίοτε συγκατάβαση
- γραφικός άνθρωπος, ο sui generis
[επεξεργασία]
- -γραφία & παράγωγα σε -ικός
- γραφικότητα
- → και δείτε τη λέξη γράφω
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που καταλήγουν σε «-γραφικός»
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γοητευτικός, χαριτωμένος
περίεργος, παράξενος, εκκεντρικός
ελκυστικά ασυνήθιστός ή/και παλιομοδίτικος
[επεξεργασία]
- ↑ «γραφικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραφικός < αρχαία ελληνική γραφικός. Συγχρονικά ανλύεται σε γράφ(ω) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
γραφικός, -ή, -όν
- ο αρμόδιος, ο κατάλληλος για να γράψει
- που σχετίζεται με τα γράμματα, τη μόρφωση
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «γραφικός» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). greek‑language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γραφικός, -ή, -όν
- ο ικανός να γράψει να ζωγραφίσει
- (ελληνιστική κοινή) περιγραφικός, ζωηρός
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ἀντιγραφικός
- ἐπιγραφικός
- ἐπιστολογραφικός
- γεωγραφικός
- ἱερογραφικός
- ἱστοριογραφικός
- καλλιγραφικός
- λογογραφικός
- μεταγραφικός
- νομογραφικός
- παραγραφικός
- περιγραφικός
- πινακογραφικός
- σκευογραφικός
- σκηνογραφικός
- σκιαγραφικός
- συγγραφικός
- τεχνογραφικός
- ὑπογραφικός
- χωρογραφικός
- ζωγραφικός
- και το επίρρημα δικογραφικῶς
Πηγές[επεξεργασία]
- γραφικός στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «γραφικός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή