malerisch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

malerisch (de)

  1. (ζωγραφική) ζωγραφικός
  2. γραφικός

Κλίση[επεξεργασία]