όμορφος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | όμορφος | η | όμορφη | το | όμορφο |
| γενική | του | όμορφου | της | όμορφης | του | όμορφου |
| αιτιατική | τον | όμορφο | την | όμορφη | το | όμορφο |
| κλητική | όμορφε | όμορφη | όμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | όμορφοι | οι | όμορφες | τα | όμορφα |
| γενική | των | όμορφων | των | όμορφων | των | όμορφων |
| αιτιατική | τους | όμορφους | τις | όμορφες | τα | όμορφα |
| κλητική | όμορφοι | όμορφες | όμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όμορφος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄμορφος < ἔμορφος < αρχαία ελληνική εὔμορφος < εὖ + μορφή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈo.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐μορ‐φος
Επίθετο
[επεξεργασία]όμορφος, -η, -ο, συγκριτικός : ομορφότερος, υπερθετικός : ομορφότατος
- που ευχαριστεί τις αισθήσεις μας με το παρουσιαστικό του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όμορφος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)