belo
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά
(pt)
[
επεξεργασία
]
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
ενικός
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
belo
belos
θηλυκό
bela
belas
belo
(pt)
όμορφος
,
ωραίος
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Επίθετα (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Brezhoneg
Català
Čeština
English
Español
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Fiji Hindi
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
한국어
Kurdî
Кыргызча
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Polski
Português
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Sunda
Türkçe
中文