bello
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bello | belli |
θηλυκό | bella | belle |
bello (it)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bello (it) αρσενικό άκλιτο
- η ομορφιά
- (μετεωρολογία) η καλοκαιρία
- (ανεπίσημο) ο άνδρας