καλοκαιρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοκαιρία | οι | καλοκαιρίες |
γενική | της | καλοκαιρίας | — | |
αιτιατική | την | καλοκαιρία | τις | καλοκαιρίες |
κλητική | καλοκαιρία | καλοκαιρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοκαιρία θηλυκό και καλοκαιριά
- Η κατάσταση κατά την οποία ο καιρός που επικρατεί σε μία περιοχή είναι καλός.
- ※ Αυτός ο Σεπτέμβριος είναι τόσο απίθανος, που επιβάλλεται το μπάνιο όσο βαστάει η καλοκαιρία. (Αντώνης Σαμαράκης, Το λάθος)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοκαιρία