συγγραφικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγγραφικός < ελληνιστική κοινή συγγραφικός < αρχαία ελληνική συγγράφω < σύν + γράφω
Επίθετο
[επεξεργασία]συγγραφικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγγραφικός
|